- δίκταμνος
- ηβλ. δίκταμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμάρακος ο δίκταμνος — Επιστημονική ονομασία του φυτού δίκταμος. Λέγεται και ορίγανον ο δίκταμνος … Dictionary of Greek
ДИКТАМН — • Dictamnus, Δίκταμνος, см. Creta, Крит, 2 … Реальный словарь классических древностей
δίκταμνο — και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η) το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο το… … Dictionary of Greek
λούτζα — η 1. κοινή ονομασία τού φυτού δίκταμνος, το δίκταμο 2. λούζα* … Dictionary of Greek
φραξινέλ(λ)α — η, Ν βοτ. άλλη ονομασία τού φυτού δίκταμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fraxinella < λατ. fraxinus + νεολατ. υποκορ. κατάλ. ella] … Dictionary of Greek